ξεπέρασμα (υπέρβαση)

ξεπέρασμα (υπέρβαση)
надминување

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • υπέρβαση — η 1. διάβαση πάνω από κάτι: Υπέρβαση λόφου. 2. μτφ., το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, η παράβαση: Υπέρβαση δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπέρασμα — το 1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση 2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση 3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • κατάρριψη — η (Α κατάρριψις) [καταρρίπτω] νεοελλ. η κατεδάφιση, το γκρέμισμα 2. το να ρίχνει κάποιος κάτι κάτω («η κατάρριψη τού εχθρικού αεροπλάνου») 3. η υπέρβαση, το ξεπέρασμα («η κατάρριψη τού παγκόσμιου ρεκόρ») αρχ. η ανατροπή, η κατάλυση …   Dictionary of Greek

  • υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”